- γλωσσοκοπία
- η мед. ампутация языка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλωσσοκοπιά — η [γλωσσοκοπώ] 1. φλυαρία 2. αυθάδεια, αθυροστομία 3. συκοφαντία … Dictionary of Greek